πικρία

πικρία
η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν
η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ)
μσν.-αρχ.
αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ
β. «τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν», Δημοσθ.)
αρχ.
1. η ιδιότητα τού πικρού, η πικράδα (< ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ, ΠΔ)
2. (για τον καιρό) η άσχημη κατάσταση, οι δυσμενείς συνθήκες («ἡ τοῡ καιροῡ πικρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός. Ο τ. πίκρια προήλθε από συμφυρμό τών πικρία και πίκρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πικρία — πικρίᾱ , πικρία bitterness fem nom/voc/acc dual πικρίᾱ , πικρία bitterness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίᾳ — πικρίαι , πικρία bitterness fem nom/voc pl πικρίᾱͅ , πικρία bitterness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρία — η λύπη, οδύνη, θλίψη: Αμοιβή για όλες τις θυσίες μου ήταν η πικρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρίας — πικρίᾱς , πικρία bitterness fem acc pl πικρίᾱς , πικρία bitterness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίαι — πικρία bitterness fem nom/voc pl πικρίᾱͅ , πικρία bitterness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίαν — πικρίᾱν , πικρία bitterness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικριῶν — πικρία bitterness fem gen pl πικρίζω to be fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίαις — πικρία bitterness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίην — πικρία bitterness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίης — πικρία bitterness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”